Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

15 Άτιτλα

Ι

Τον άνθρωπο…
Τον άνθρωπο…
Ποιος θα τον ανακαλύψει;


ΙΙ

Μοίρασα σα ψωμί την καρδιά μου
Και δε μούμεινε ούτε ένα ψίχουλο.


ΙΙΙ

Τον ουρανό, τον ουρανό
πώς να τον αντιγράψω;
Δε συγκινείται εύκολα…


ΙV

Κι όμως…
Κάπου στην άκρη των χειλιών σου
θα ενεδρεύει πάντα μια ιδέα χαμόγελο…


V

Η φιλοσοφία μας συνοψίστηκε σε μερικές λέξεις:
Εγώ, Εσύ, Εμείς!
Δηλαδή
εν αρχή ήταν ο Άνθρωπος
και η αγάπη για Σένα
και από Σένα
γνωριστήκαμε όλοι Εμείς!


VI

Πάντως Εμείς θα τους αντισταθούμε!
Όποιοι και νάναι…
Όσο δυνατοί και νάναι…


VII

Γιατί γράφω;
Μα για να υπερασπιστώ το αθώο μου αίμα…


VIII

Μέσα μου ένα αδιόρατο δάκρυ,
ένα διαρκές ψιχάλισμα…
Κι αυτό το δάκρυ δεν είναι μόνο δικό μου…


IX

Για όνομα του Θεού…
Μην πετάτε την καρδιά σας στα σκυλιά…


X

Και τούτοι πάλι οι Νεοέλληνες...
Θεέ μου, τι ουτοπία!


XI

Ιστορία:
Το πρώτο πράμα που έμαθε ο άνθρωπος
Ήταν ο σεβασμός στο θάνατο…


XII

Παρακαλώ σας, μη μ’αναλύσετε με κριτικές και σχόλια.
Αν σας αρέσει η ψυχή μου, δώστε μου το χέρι να γίνουμε φίλοι.
Αν όχι, στήστε με στον τοίχο και πετροβολήστε με.
Μα για όνομα του Θεού, μη με βάζετε σε σωλήνα χημείου και σε μικροσκόπια αποκάτου…
Δεν είμαι τίποτα μικρόβιο…


XIII

Θα συλλάβω κάποτε τη μορφή της άνοιξης…
Θα τρυπήσω κάποτε τον άνεμο…


XIV

Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι τόσο αδύνατοι,
που νομίζεις πως θα τους πάρει ο άνεμος.
Κι όμως, τις περισσότερες φορές
αυτοί διευθύνουν τον άνεμο.


XV

Ένας ποιητής κινείται ανάμεσα μας…
Προσοχή!
Όπου κι αν τον συναντήσετε,
Πυροβολήστε χωρίς προειδοποίηση…
Είναι επικίνδυνος!

ΜΑ ΩΣ ΠΟΤΕ ΠΙΑ!

Ως πότε πια να κάθομαι
να γεμίζω τα χαρτιά με μελάνι
να πνίγομαι μέσα σε φτωχές αναμνήσεις;

Τί μου στέλνεις τούτα τα πρόσωπα
που ν’αγαπήσουν, ούτε ν’αγαπηθούν ξέρουν;

Που δε μπορούν ν’αγαπήσουν ούτε τα μάτια μου, ούτε την ποίηση;

Τί μου τα στέλνεις και μου γεμίζουν τα χέρια αγκάθια
το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες
τη ψυχή μου μουχλιασμένα σύννεφα;

Τί μου στέλνεις τούτες τις νεκρόμασκες
να μου κλέβουν τη σκέψη, τις ώρες, το αίμα μου;

Τί να τους πώ, τί να τους δείξω για να πιστέψουν
που τ’αυτιά τους γέμισαν τσιμέντο
και τα μάτια τους τσιγαρόσκονη;

Ω ήλιε, ήλιε αδελφέ μου,
μόνο στη φωτιά σου θα ξεδιψάσω…

Οι προδομένοι άγγελοι ας δικαιολογήσουν την πίκρα μου…

Η άνοδος είναι ο αντικατοπτρισμός του βυθίσματος στο έρεβος…

Άγγελοι, σκεπάστε με στις φτερούγες σας…

Διψώ… Καίομαι…

Βοήθεια!

Νερό… Φώς!

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, 1968

Δεν υπάρχει ελευθερία μέσα σ’αυτά τα τετράγωνα…

Δεν υπάρχει θρησκεία που να πείθει για λύτρωση…

Τα χέρια μας,
πικρά κι ανώφελα
αναμώνουν στο χάος και χάνονται…

Η ψυχή χάνει την πίστη και μαθαίνει το θάνατο…

Ένα θάνατο, αργό, βέβαιο κι άσκημο…

Όλοι έχουν λοξοδρομήσει… Όλοι…

Κι η σημαία χάσκει εγκαταλειμμένη…

Και δεν έχω άλλη εκλογή, παρά να μένω στα υπόγεια αλχημιστής…

Στα σοφά…
Στα μυστικά…
Στα ενδόμυχα…

ΒΓΗΚΑ ΝΩΡΙΣ

Βγήκα νωρίς στους πράσινους κήπους,
πριν προλάβουν να ξυπνήσουν τα γιασεμιά κι οι μέλισσες.

Βγήκα νωρίς,
πριν γίνουν ατμός οι ασχημάτιστες δροσοσταλίδες.

Ναι, βγήκα νωρίς…

Δε λέω,
μπορεί να μην είδα πεταλούδες, ρόδα κι έντομα
μα είδα
τα υγρά όνειρα του εωθινού,
το ξεψύχισμα της άγουρης νύχτας,
το αόρατο αγκάλιασμα του ορατού με το άυλο…

Ναι, βγήκα νωρίς
-το ξέρω-
μα δεν το μετανιώνω…

ΘΑΡΘΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ

Θαρθούν κάποτε
στιγμές και ώρες εξαίσιες
που θα γεμίσουν τις μεγάλες άδειες στέπες του μυαλού
με λουλούδια αιθέρια…

Θαρθούν κάποτε
στιγμές και ώρες εξαίσιες
που θα πίνουν οι άγγελοι νερό μέσα στις χούφτες…

ΕΓΩ ΠΙΑ ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ

Εγώ πια διαλύομαι!

Σε λίγο δε θα υπάρχω…

Εγκαταλείπω τούτο τον κόσμο…

Δεν είναι δειλία ή αντίθεση.

Απλώς ακολουθώ τη συνείδηση μου…

Εισέρχομαι χωρίς όνομα στη μεγάλη Πυραμίδα.

Επιστρέφω στον κόσμο μου!

Μη μου μιλάτε άλλο με λόγια…

Είμαι μόνο σκέψη…

Ο νούς στην πιο μεγάλη ένταση…

Οι άγιοι προχωρούν στα κρυφά…

Άγγελοι παραμερίστε!

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΑΛΙ

Έρχονται πάλι…

Έρχονται, Φεντερίκο…

Μαύρα μάτια, μαύρες καρδιές, μαύρες κάννες…

Έρχονται να σε ξανασκοτώσουν, Φεντερίκο.

Θα σε ξαναθάψουν με τους άλλους,
τους πολλούς,
τον κοσμάκη.

Κι ύστερα θα πούν ότι σε σκότωσαν κατά λάθος,
πως ήταν ατύχημα,
τυχαίο περιστατικό…

Άβε Μαρία, άβε Μαρία
προσευχήσου για μας…

Όλους εμάς τους αθώους Φεντερίκους…

Εμάς που μας σκοτώνουν τυχαία,
κατά λάθος…

ΕΙΧΑ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ Τ’ΟΥΡΑΝΟΥ

Είχα τις σκιές τ’ουρανού να μου ρυμοτομούν το μέλλον…

Κι όμως πάλι εβγήκα…

Γυμνός, απλός και χωρίς τίτλο ή όνομα…

Να ξανακατοικήσω
στα αγάλματα μέσα -τα ανέκφραστα-
στη σκόνη και το ξυνόχορτο.

ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΤΕ ΚΑΠΟΤΕ

Εσείς που θα υπάρξετε κάποτε
με πιο δυνατό μυαλό και σοφία πολλή,
μη μας κρίνετε...

Απλώς προσπαθήστε να μας δικαιολογήσετε
ότι είμαστε πλασμένοι αδύνατοι.

ΑΝΥΠΑΡΧΤΕ ΚΥΡΙΕ

Ανύπαρχτε Κύριε
των μικρών ωρών και των αποστάσεων…

Τώρα που οι ώρες και η απόσταση
ξεψυχούν κάτω από τα τίμια μάτια του Ήλιου,

πού να βρείς αιτία πιστευτή
να δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου;

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Έπρεπε λοιπόν να ραντίσουμε το αίμα στις τέσσερεις γωνιές του ορίζοντα;

Να οργώσουμε τα άσπρα χαρτιά με τα νύχια;

Έπρεπε λοιπόν
να τεντωθούν οι φλέβες τόσο πολύ,
να γεμίσουν τα πυθάρια μας τόνους αγωνία;

Έπρεπε λοιπόν να γίνουν όλα αυτά;

Και γιατί;

Για μια λάμψη στα μάτια…
Για μια ιδέα χαράς…
Για μια σποραδική γαλήνη…
Για ένα τετραγωνικό του Παραδείσου…

Να μην υπάρχει άραγε άλλος τρόπος;

Μόνον ο θάνατος να οδηγεί στη ζωή;

Ο Σταυρός λοιπόν, το μόνο μέσο
να παραβιάσουμε τις καστρόπορτες της αθανασίας;

ΜΠΕΤΟΒΕΝ, «ΗΡΩΙΚΗ»

Της ευλογίας λόγια υπεράξια
που αιώνες στεγνώνατε στο λαιμό,
ξεχυθείτε…

Χείμαρροι το φώς σου, Κύριε.

Χέρια υψωθείτε ν’αγγίξετε το άπιαστο.

Μάτια, ατενίστε, ατενίστε,
το Υπεράγιο Φώς.

Α, ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ

Α, να μπορούσα να τρόμαζα με μια κίνηση
τούτο τον άνεμο τον φωνακλά…

Ν’αρπάξω τούτα τα κατσουφιασμένα σύννεφα
και σμίγοντας τα
-σφουγγάρι στις παλάμες μου-
να δροσίσω τα πυρωμένα χείλη του Ήλιου…

ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΜΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ

Το ξέρεις καλά πως δεν είσαι ο Μπρέχτ,
ούτε ο Λένιν κι ο Μάο…

Δεν έχεις τίποτα κοινό μ’αυτούς…

Ένα ανθρωπάκι της σειράς εσύ.

Αλλά ο αγώνας πρέπει να γίνει…

Και κάποιος πρέπει να εξηγήσει
πόσο δύσκολος είναι και πόσο αναγκαίος…

Και κάποιος πρέπει να κρατήσει
ετούτο τον καιρό του γενικού χαμού…

Γι’αυτό σου λέω…

Σφίξε τα δόντια κι ετοιμάσου.
κάπου και σύ να ωφελήσεις…

Εξάλλου,
γίνεσαι ικανός για κάτι
μονάχα σαν αρχίσεις να το κάνεις.

ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Μα εγώ πατερούλη,
εγώ, ο μεγάλος ελεύθερος
χουφτιάζω
το φώς για σημαία,
για πατρίδα την ποίηση
και ξαγρυπνώ φρουρός στις αυλάδες του κόσμου,
με την Αλήθεια για όπλο
και τους στίχους φυσέκια.

Περνούν οι αιώνες,
λαοί και βασίλεια,
φωνές, αναμνήσεις, σχήματα…

Μα εγώ εκεί.
Το τραγούδι μου.

Πατερούλη,
ο γιός σου, ο μεγάλος ακρίτας,
ξημερώνει στ’οδόφραγμα,
χίλια εννιακόσια εξήντα εννέα τόσα χρόνια…

Μπορείς να κοιμηθείς με χαμόγελο…

Τα όνειρα σου αίμα μου!

ΤΟ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΑΤΕ

Το παρεξηγήσατε, δεν είναι έτσι;

Ακόμη να το καταλάβετε;

Ποιός σας είπε πως η ποίηση
είναι αρρωστημένη φαντασία,
χλωμές νεράιδες, φεγγαροπερπατήματα,
λουλουδάκια, κελαηδήματα,
ηδονικά ονειρογεννήματα,
κι άλλα παρόμοια αερόλογα;

Αυτό λέτε ποίηση;

Μάθετε το επιτέλους!

Η ποίηση είναι πιο καυτή κι από τη μήτρα του Ήλιου.

ΠΗΡΑΜΕ ΓΙΑ ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Πήραμε για σημαία μας τη στάχτη του κόσμου…

Και για τρόπο ζωής, την άλλη υπόσταση του ανθρώπου…
Την περιφρονημένη…

Όλη σκληρή, απάνθρωπη, πικρή!

Κάθε μας στοχασμός
μια διείσδυση στην ελευθερία…

Κάθε μας στοχασμός
μια διείσδυση στην αλήθεια…

Είμαστε μόνοι,
όπως τ’αστέρια…

Είμαστε περιπλανώμενες ψυχές,
όπως τ’αστέρια…

Χωρίς μορφή…
Χωρίς όνομα…
Χωρίς όνειρα ή πατρίδα,
όπως τ’αστέρια…

Και ακολουθώντας μόνο τη φωνή μας,
φωτίζουμε σιωπηλά τον κόσμο,
όπως τ’αστέρια…

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΟΥ

http://boomp3.com/listen/c0remb98a_o/o-leuteros-kamenos

Θα ρίξω τα μαλλιά μου πίσω
θα φορέσω το πρόσωπο ανάποδα
και θα βγώ στους δρόμους και στις πλατέες
με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα…

Να ρεζιλέψω τους οπαδούς του συρματοπλέγματος…

Να βάλω φωτιά στην Πρεσβεία του Θανάτου…

Θαρθούν οι γνωστικοί να μου βάλουν τρικλοποδιά,
γιατί τους διώχνω τους πελάτες από τα μαγαζιά…

Θαρθούν οι «ειδικοί αστυνομικοί» να μου σπάσουν τα πλευρά,
γιατί βάζω οργή και φωτιά στα παιδιά…

Θαρθούν οι κόκκινοι να μου κοκκινίσουν το μούτρο,
γιατί είμαι πιο κόκκινος απ’αυτούς…

Θαρθούν οι λευκοί να μου μαυρίσουν το μάτι,
γιατί είμαι πιο λευκός απ’αυτούς…

Θαρθούν οι φωτισμένοι να μου αλλάξουν τα φώτα,
γιατί είμαι πιο φωτισμένος απ’αυτούς…

Θαρθούν
οι γελοίοι, οι σοβαροί…
Οι ανατολικοί, οι δυτικοί…
Οι προτεστάντες, οι καθολικοί…
Οι δικοί, οι οχτροί…
Οι διαόλοι, οι θεοί…

Τελοσπάντων όλοι, εκείνοι κι αυτοί
που παίρνουν τη ζωή σαν καπρίτσιο της στιγμής…

Μα εγώ θα ξαναρίξω τα μαλλιά μου πίσω
θα ξαναφορέσω το ματωμένο πρόσωπο ανάποδα
και θα βγώ στους δρόμους και στις πλατέες
με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα…

Να διεκδικήσω Ψωμί και Ελευθερία!

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

ΚΑΙ ΜΕΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ

Και μένα,
μη μου μιλάς για χλωμά φεγγαροπερπατήματα,
μελιστάλακτα όνειρα,
φτερωτούς άγγελους,
εύκολες ευτυχίες,
αρρωστημένα συναισθήματα…

Βρές κάποιον άλλον.
Εγώ ξέρω…
Είμαι πικρός.

Αν το νομίζεις ότι πρέπει να μου μιλήσεις

μίλα μου με πύρινα δάκρυα…
με ρίγος κι αγωνία…

Μίλα μου

με φωτιά και κεραυνούς…
με μουγγρητά κι αίματα…

Μα μη μου γεμίζεις τ’αυτιά με παράτονους άχρηστους ήχους…

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τίποτε, Θεέ μου, τίποτε…

Ερήμωση…

Χάος…

Τίποτε…

Είμαι χαμένος…

Όχι… όχι… όχι…

Επανάσταση!

Ναι, γρήγορα, για όνομα του Θεού…
Γρήγορα, μια σημαία…

Επανάσταση!

ΞΕΧΕΙΛΙΣΜΑ

Έ, κοπέλλα μου…

Εδώ τσακίζουν χέρια για ένα όνειρο,
μνουχίζουν για ένα φυλλάδιο,
σπάζουν δόντια για ένα τραγούδι…

Εδώ σκοτώνουν για ένα χαμόγελο…

Και σύ, ω εσύ,
τολμάς να μου μιλάς για πεταλούδες και πράσινα άλογα;

Έ, κοπέλλα μου…

Εδώ κάτω από τα παράθυρα σου
πετροβολούν την ελευθερία σα νάναι η χειρότερη πόρνη…

Και σύ… ω εσύ…

Για όνομα του Θεού,
ένα κερί!

ΣΤΙΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΠΟΥ ΞΕΦΤΙΣΑΝ

Οι σημαίες κυματίζουν ανάποδα…

Πού’ναι η πατρίδα;

Πού’ναι οι ήρωες;

Οι σημαίες έγιναν σκιάχτρα στα χωράφια των λαών
να τρομάζουν την ελευθερία.

Πού’ναι η πατρίδα;

Πού’ναι οι ήρωες;

Ερήμωση…

Οι σημαίες σημειώνουν σηψαιμία.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Ι

Εγώ, συντρόφια μου,
δεν κατέχω πολλά πράγματα…

Είμαι σχεδόν αγράμματος.

Ανοίγω την καρδιά μου
και περνά

ο Ήλιος…
ο Κόσμος…
ο Θεός…

Και μεθυσμένος από πολλή αγάπη και φώς

τραγουδώ…
τραγουδώ…
τραγουδώ…

Για να κρατήσω άσπιλο κι ακέραιο
τον προορισμό του ανθρώπου…

ΙΙ

Κι αν θελήσεις να διεκδικήσεις τον τίτλο του ποιητή,
δεν υπάρχει άλλος τρόπος,
μα να ραντίσεις το αίμα σου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
και την καρδιά σου να κάψεις στη φωτιά που φωτίζει τον κόσμο,
για χάρη της «καθαρότητας των ουρανών»,
που λέει κι ο Ελύτης.

ΙΙΙ

Αφού ετάχτηκα να γράφω στίχους,
θα οδηγήσω το στοχασμό μου ως την ύστερη ένταση της λέξης.

Ύστερα,
το σύστημα του άλλου Γαλαξία θα μου μάθει τους στίχους του σύμπαντος…

ΙV

Και ποιός σας είπε ότι αυτό που κάνω λέγεται ποίηση;
Εγώ απλώς αντιγράφω αδέξια τον ήλιο…

ΤΑ ΠΑΡΔΑΛΑ ΣΟΥ ΟΝΕΙΡΑ

Τα παρδαλά σου όνειρα με το ύφος της ασυνέπειας
κι αυτό σου το καρναβαλίστικο πρόσωπο με τα άχαρα μάτια,
μην τα πλασάρεις σα σύμβολα μιας φιλοσοφίας.

Η ευαισθησία κι η συνέπεια δεν ανήκουν μόνο στους ποιητές.

Κι αν σε ρωτήσουν καμιά φορά
ποιοί τάχατες αλλάζουν τον κόσμο
-οι ποιητές ή τα κόμματα-
μη ντραπείς να τους απαγγείλεις δυο-τρείς στίχους.

ΕΚΚΛΗΣΗ

Ω, εσείς που συνεχίζετε στον έξω κόσμο μια κανονική ζωή,
δίχως κινδύνους κι άλλες ταλαντεύσεις…

Μη μας κατηγορήσετε πως συνηθίσαμε,
πως τάχα δεν πικραίνεται η καρδιά μας…

Έστω κι αν μόνοι μας διαλέξαμε αυτό τον άγριο δρόμο…

ΝΕΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Γράφετε όπως θέλετε…

Σ’οποιοδήποτε στυλ σας αρέσει…

Πάρα πολύ αίμα έχει χυθεί κάτω από το γιοφύρι,
που θάταν ηλίθιο να πιστέψετε
πως μόνο ένας δρόμος είναι ο σωστός.

Στην ποίηση τα πάντα επιτρέπονται…

Με μόνο αυτόν τον όρο βεβαίως:

Να γίνετε κύριοι της λευκής σελίδας.

NICANOR PARRA
ΧΙΛΗ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ας γίνει ο στίχος το κλειδί που ανοίγει χιλιάδες πόρτες…

Ένα φύλλο πέφτει…
Κάτι παρασέρνεται από τον άνεμο…

Ότι τα μάτια βλέπουν, ας δημιουργηθεί…

Κι η καρδιά του ακροατή ας σταθεί με ρίγος.

Ανακάλυψε καινούργιες λέξεις και κράτα το λόγο σου.
Το επίθετο που δε ζωοποιεί, καταστρέφει.

Είμαστε στον κύκλο των νεύρων.
Οι νεύρες μας κρέμονται σαν αναμνήσεις, σε μουσεία.
Μα δεν είμαστε γι’αυτό, λιγότερο δυνατοί.
Το πραγματικό σθένος κατοικεί στο μυαλό.

Γιατί τραγουδάτε το τριαντάφυλλο, ποιητές;
Κάντε το ν’ανθίσει μέσα στο ποίημα.

Μόνο για μας
όλα ζούν κάτω από τον ήλιο.

Ο ποιητής, ένας μικρός Θεός…

VICENTE HUIDOBRO
ΧΙΛΗ

ΟΧΤΩΒΡΙΑΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

Η Κρίση είναι μέρος του εαυτού μου…

Κάτω από τη γυάλινη μου επιδερμίδα
ένας τυφώνας από άγρια πάθη…

Στην ερημική παραλία του Οχτώβρη
ένα ψοφίμι στολίζει την αμμουδιά…

Ο Οχτώβρης είναι η αυτοκρατορία μου…

Τα ευγενικά μου χέρια ελέγχουν ότι χάθηκε…
Τα μικρούτσικα μου μάτια καταμετρούν ότι διαλύεται…
Τα ευαίσθητα μου αυτιά αφουγκράζονται τη σιωπή των νεκρών…

Ο τρόμος είναι μέρος του εαυτού μου.

Μέσα στις πλούσιες μου φλέβες αρμενίζει ο αιώνιος φονιάς,
ο Χρόνος.
Στο βουρκωμένο ουρανό του Οχτώβρη
ένας καινούργιος λοιμός ξεσπά.

Ο Οχτώβρης είναι η αυτοκρατορία μου…

Τα νεκρά μου στρατεύματα κατέχουν κάθε μουσκεμένη πολιτεία.
Τα νεκρά μου αεροπλάνα γράφουν κύκλους πάνω από άσκοπα μυαλά.
Οι νεκροί μου,
-σοβαροί-
υπογράφουν μόνοι τους τη βεβαίωση του θανάτου τους…

TAMURA PYUICHI
ΙΑΠΩΝΙΑ

ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ Ο ΠΟΝΟΣ

Στ’αυτί μιάς άγκυρας ένας γλάρος κάθεται…

Ξαφνικά, χωρίς λέξη, η άγκυρα γλιστρά κάτω…

Τρομαγμένος ο γλάρος πετά μακριά…

Βιαστική, η άγκυρα γέρνει χλωμή μέσ’το νερό…

Βυθίζεται…

Κι αυτό που ο γλάρος νιώθει
γίνεται σκούξιμο λυπημένο κι άγριο,
χαμένο μεσ’τον άνεμο…

MARUYAMA KAORU
ΙΑΠΩΝΙΑ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ

Η μητέρα κάνει πλεχτό…
Ο γιός κάνει πόλεμο…
Το βρίσκει πολύ φυσικό αυτό η μητέρα.

Κι ο πατέρας;
Τί κάνει ο πατέρας;

Ο πατέρας κάνει «μπίζνες»…

Η γυναίκα του πλεχτό,
ο γιός του πόλεμο,
αυτός τις «μπίζνες»του…
Το βρίσκει πολύ φυσικό αυτό ο πατέρας.

Κι ο γιός;
Ο γιός;
Τί να βρίσκει ο γιός;

Δε βρίσκει τίποτε, απολύτως τίποτε ο γιός…
Ο γιός…
Η μητέρα του κάνει πλεχτό,
ο πατέρας του «μπίζνες»,
αυτός πόλεμο…
Όταν τελειώσει ο πόλεμος
θα κάνει «μπίζνες» με τον πατέρα του.

Ο πόλεμος συνεχίζεται…
Η μητέρα συνεχίζει να πλέκει…
Ο πατέρας συνεχίζει τις «μπίζνες»…
Ο γιός σκοτώθηκε, δε συνεχίζει άλλο.

Ο πατέρας κι η μητέρα, πάνε στο νεκροταφείο.
Το βρίσκουν πολύ φυσικό αυτό,
ο πατέρας κι η μητέρα.

Η ζωή συνεχίζεται…
Η ζωή με το πλεχτό,
τον πόλεμο,
τις «μπίζνες»…

Οι «μπίζνες», ο πόλεμος, το πλεχτό, ο πόλεμος…
Οι «μπίζνες», οι «μπίζνες», οι «μπίζνες»
η ζωή με το νεκροταφείο…

JACQUES PREVERT
ΓΑΛΛΙΑ

Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ

Η Λευτεριά είναι μια συνήθεια
κι ένα φορεμένο σακάκι…
Μερικοί γεννιούνται για να το φορούν…
Άλλοι για να μην το γνωρίσουν ποτέ.

Η Λευτεριά είναι φτηνή…
Ή πάλι σαν μια φορεσιά, τόσο ακριβή,
που οι άνθρωποι την πληρώνουν με τη ζωή τους για να την έχουν.

Η Λευτεριά είναι αόρατη:
Αυτοί που την έχουν συχνά, δεν ξέρουν πως την έχουν…
Μέχρι που να τους την πάρουν…
Και τότες μαθαίνουν τι έχασαν…

Τι να σημαίνει αυτό;
Νάναι τάχατες γρίφος;

Ναι, πρώτο απ’όλα απαντιέται στ’αλφαβητάρια των γρίφων.

Το νάσαι λεύτερος είναι έτσι κι έτσι…

Το μπορείς και δεν το μπορείς…

Οι πεζοί μπορεί νάχουν λευτεριά
μόνο αν η λευτεριά τους δε γίνει πεζή…

Οι δρομείς μπορεί νάχουν λευτεριά
μόνο αν η λευτεριά τους δεν τους ξεπεράσει…

Συχνά φαγάδες έχουν καταβροχθίσει τη μερίδα της λευτεριάς τους και τώρα πεινούν…

Συχνά πότες παράχυσαν το κρασί της λευτεριάς τους και τώρα διψούν…

CARL SANDBURG
Η.Π.Α.

ΕΙΜΑΙ Ο ΛΑΟΣ, Ο ΟΧΛΟΣ

Είμαι ο λαός…

Ο όχλος…
Το πλήθος…
Η μάζα…

Το ξέρεις πως εγώ έφτιαξα όλα τα μεγάλα έργα του κόσμου;
Είμαι ο εργάτης,
ο εφευρέτης,
ο παγκόσμιος κατασκευαστής τροφίμων και ρουχισμού…

Είμαι το ακροατήριο που παρακολουθεί την ιστορία.
Οι Ναπολέοντες και οι Λίνκολνς από μένα προήλθαν.
Πέθαναν…
Τότες έστειλα πιο πολλούς Ναπολέοντες και Λίνκολνς.

Είμαι ο σπορότοπος…
Είμαι ένα χωράφι που σηκώνει κάμποσο όργωμα.

Φοβερές καταιγίδες με δέρνουν…
Το ξεχνώ…

Το πιο καλό μου χώμα ρουφήχτηκε, χάθηκε…
Το ξεχνώ…

Όλα εκτός από το Χάροντα.

Έρχονται και μ’αναγκάζουν να δουλεύω για να εξαντλήσω ότι μ’απόμεινε…
Το ξεχνώ…

Είναι φορές που γογγύζω,
τινάζομαι,
ραντίζω γύρω το χώμα με λίγες κόκκινες στάλες
για να θυμίζω στην ιστορία πως υπάρχω…
Ύστερα… το ξεχνώ.

Όταν εγώ ο Λαός, μάθω να μην ξεχνώ εύκολα…

Όταν εγώ ο Λαός, μάθω να χρησιμοποιώ τα μαθήματα του χτές,
και μάθω να μην ξεχνώ ποιος με λήστεψε πέρσι,
ποιός με πήρε για κορόιδο,
τότες δε θα βρεθεί κανένας ρήτορας σ’όλη τη γή
που να λέει τη λέξη «ο Λαός», με τόνο χλευαστικό
ή με κάποιο περιπαικτικό χαμόγελο.
Τότες θα φτάσει η ώρα του όχλου, του πλήθους, της μάζας…

CARL SANDBURG
Η.Π.Α.

Ο ΝΕΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Ποια σφαίρα τον σκότωσε;
Κανένας δεν ξέρει.

Πού να’χει γεννηθεί;
Στο Τζιοβαλένος λένε.

Πώς έγινε και τον μαζέψανε;
Ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο και μερικοί στρατιώτες τον είδαν.

Ποιά σφαίρα τον σκότωσε;

Η αγαπητικιά του έρχεται και τον φιλά…

Η μάνα του έρχεται και τον κλαίει…

Όταν ο αξιωματικός έρχεται,
το μόνο που λέει είναι:

«Θάψτε τον».

Ρά-τατ-τατ-τατ!
Πάει ο νεκρός στρατιώτης.

Ρά-τατ-τατ-τατ!
Τον μαζέψανε από το δρόμο.

Ρά-τατ-τατ-τατ!
Ένας στρατιώτης δεν είναι τίποτε.

Ρά-τατ-τατ-τατ!
Έχουμε μπόλικους στρατιώτες!

NICOLAS GUILLEN
ΚΟΥΒΑ

ΖΗΤΙΑΝΟΣ

Δεν μπορείς να ζείς στην πόλη
xωρίς τ’απαραίτητα μέσα για συντήρηση…

Η αστυνομία εφαρμόζει το νόμο.

Μερικοί είναι στρατιώτες που έχυσαν το αίμα για την πατρίδα…
(αυτό σε εισαγωγικά)

Άλλοι είναι πονηρομπακάληδες που κλέβουν ένα ή δύο ή τρία γραμμάρια
από ένα κιλό σταφίδες…

Και οι υπόλοιποι είναι παπάδες που γυροφέρνουν μ’ένα βιβλίο στα χέρια.

Ο καθένας τους ξέρει τη δουλειά του…

Και ποια νομίζετε είναι η δική μου;

Τραγουδώ, κοιτώντας τα κλειστά παράθυρα
μπάς και τ’ανοίξουν και μου πετάξουν κανένα κέρμα.

NICANOR PARRA
ΧΙΛΗ

Γραψίματα

Οι νόμοι θεσπίζονται για να εξυπηρετούν τους ανθρώπους και όχι οι ανθρώποι τους νόμους.
Διότι τότε έχουμε στυγνή δικτατορία και τότε επιβάλλεται ανυπακοή και αντίσταση αν οι πολίτες θέλουν ακόμη να διατηρούν την αξιοπρέπεια τους και την διαφορά που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τα κτήνη.



************************************************************************************



Η πρόοδος επιτυγχάνεται μόνο με επανάσταση.
Όταν λέω επανάσταση δεν εννοώ μόνο την ένοπλη.
Επιστημονική, βιομηχανική, κοινωνική, πνευματική, ακόμη κι ατομική.
Σήμερα, τη χρονική αυτή στιγμή, η ανάγκη της επανάστασης, γίνεται ολοένα και πιο επιταχτική.
Ιδίως στον κοινωνικό και πολιτικο τομέα.
Είναι καιρός τα’άτομα, οι πολίτες ενός κράτους, να ενδιαφερτούν ενεργητικότερα στον τρόπο της διακυβέρνησης του τόπου όσο και για την πολιτική της κυβέρνησης.
Ιδίως οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν καθήκον να συμμετάσχουν σε πρώτο πλάνο στα της πολιτείας, διότι είναι οι οδηγοί και οι εκφραστές της κοινής γνώμης.

ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΑΝΑΠΑΨΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

Κάποτε ο πολεμιστής αποκάμνει…

Αποσύρεται για λίγο
-κοινώς θάνατος, που λένε τούτοι της γής οι εύκολοι-
πηγαίνει παράμερα στον ίσκιο, ξεκουράζεται κομμάτι, ξεπλένεται απ’τις σκόνες και τα γαίματα, αλλάζει τα σχισμένα του ρούχα, τη φθαρμένη πανοπλία, τα ραγισμένα του κοντάρια, πίνει δυο-τρείς χούφτες δροσερό νεράκι και αφήνοντας τη φιλόξενη σκιά, νάτονε πάλι με κραυγές πολεμικές να ορμά στο συρφετό της μάχης μέσα…

Και αυτό πάει και πάει ώσπου οι βάρβαροι λυγίσουν, οι γραμμές τους αραιώσουν κι η υποχώρηση σημάνει.

Τότες κι ο φίλος μας ο πολεμιστής γυρίζει πίσω στο σπίτι, στους δικούς
– μια και πέτυχε στην αποστολή του-
να απολάψει τους χρόνους του Ήλιου και της Γαλήνης.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

Τί μπορεί να προλάβει ένας άνθρωπος, ανάμεσα σε μια άνοιξη και ένα χειμώνα;

Ίσως μπορέσει να γράψει μερικά βιβλία, στίχους, να παίξει με τα χρώματα, να μισθώσει κανένα σπίτι, γυναίκα, παιδιά…

Μα η ζωή δεν είναι ότι προλαβαίνουμε, μα ότι δεν προλαβαίνουμε.

Τί μπορεί να προλάβει ένας άνθρωπος ανάμεσα σε μια καλημέρα και μια καληνύχτα;
Μέχρι να σκεφτείς, να δουλέψεις και να χαράξεις το στίχο σου ο ήλιος έχει κιόλας πατήσει στα μετόχια του.

Μας στριμώξανε πολύ άγαρμπα τούτοι οι καιροί.
Έτσι που μερικές φορές διερωτάται κανείς, προς τί η αντίσταση;

Τόσο αίμα, τόσος πόνος, τόσα όνειρα, τόση αγωνία, προς τί η αντίσταση;

Τα μεγάλα άδεια τετράγωνα του μυαλού αυτά πώς γεμίζονται;

Μαράθηκαν πια τα όνειρα κι η ψυχή ξενοβραδιάζει στα κουτούκια του πνιγμένου λιμανιού.

Σκάσανε τα χείλια του Ήλιου κι η γής γέμισε πύο.

Το βυθισμένο καράβι θυμήθηκε το αδικοχαμένο του αίμα και ρίχτηκε της γοργόνας του Μεγαλέξαντρου.

Κάθε μικρή ερινύα θα κλάψει γύρω από τούτα τα ερείπια…
Πικρές αναμνήσεις και κήποι θλιμμένοι θα αναγείρουν το σώμα τους για να διδάξουν το Φώς.
Κι η αγάπη που δεν ίσχυσε, στη θάλασσα θα ρίξει το κλέος της.
Ένας κόσμος γεμάτος ερείπια…
Η θλίψη μας πολύχρονος πλάτανος.

Αντρειωθήκαμε μέσα σε μαχαίρια, στριγγλιές και σπίτια που κάπνιζαν…
Ότι ονειρευτήκαμε έγινε βροχή και ρουφήχτηκε, όπως η ιδέα που είπαμε πατρίδα.
Είμαστε οι αιώνια απάτριδες.
Οι τελευταίοι οπαδοί του ονείρου.

Μα αλλού εμείς θριαμβεύουμε…
Αλλού δοκιμάζουμε το βάθος της Άνοιξης.
Αλλού ρυμοτομούμε της ψυχής τους εξαίσιους δρόμους.
Κι αν γεννηθήκαμε σε σώματα τρωτά κι ανθρώπινα
κι αν γευτήκαμε το πικρό πιοτό της αυτοεξορίας
κι αν την καρδιά μας παραδώσαμε στη σκόνη και το ξερόχορτο,
ήταν γιατί η ψυχή μας βαφτίστηκε στην κολυμβήθρα του άλλου Απόλλωνα και λυτρώθηκε.
Ήταν γιατί γευτήκαμε τη δροσιά μιας άλλης αυγής,
ήταν γιατί η ψυχή μας βρήκε τις διαστάσεις της στο σώμα του Γαλαξία, που δε σωματώνεται.




*************************************************************************************



Αν και δεν ήταν μπογιατζής ή ζωγράφος του άρεσε να παίζει με τα χρώματα…
Έπαιρνε τα χρώματα, τα έριχνε πάνω στους τοίχους, τα έκανε σχήματα, τρομαχτικά, μερικές φορές τόσο ζωντανά, που αναγκαζότανε να αδειάζει όλο το άσπρο για να τα σκοτώνει.

Ήταν πάλι φορές, όταν έχανε τα πινέλλα του, έχυνε τα χρώματα στο πάτωμα, τα’ανακάτευε κι ύστερα τα έπλεκε σε καλάθια, που αφού τα γέμιζε με αγωνία, τα πουλούσε τις Κυριακές στα πάρκα.

Μερικές φορές τα ξεπουλούσε όλα, μα τις πιο πολλές, του μένανε αρκετά.
Βιαζότανε τότε να φτάσει στο γιοφύρι πριν δύσει ο ήλιος και τα πέταγε στο ποτάμι.

Γιατί, όπως όλοι καλά το κατέχουμε, όταν η νύχτα σε βρεί με τα καλάθια σου γεμάτα αγωνία, τούτο είναι κακοσημαδιά.

Μπορεί να φέρει και θανατικό (ή κάτι ανάλογο).

ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΡΗΜΙΑΣ

Πώς να κρατηθώ άλλο!
Μέσα στις απέραντες άγονες στέπες χάνω ένα-ένα τους κρίκους που με συνδέουν με τον κόσμο.

Γυμνός κι απρόσωπος ένα-ένα απορρίπτω τα πάθη μου.
Έχω αφήσει μια κόκκινη γραμμή πάνω στο χιόνι…
Αυτό έχει απομείνει από τις ανύπαρχτες πια πληγωμένες μου σάρκες.

Η ερημιά και τ’αγιάζι και το χάος τ’ασύνορο, συντροφιά στην ανάσα μου.
Που πια δεν είναι ανθρώπινη!

Εγώ που ξεκίνησα με την τόλμη της νιότης μου και του ήλιου το κάλεσμα,
θαρρετά προχώρησα με μόνο μου όπλο της ψυχής την αγνότητα
και του οργισμένου προφήτη το πάθος για επανάσταση.

Έφερα τα βήματα μου τσαλαπατώντας σημαίες και άμφια!
Έφερα την επανάσταση μου μέχρι το τελευταίο οδόφραγμα, προδομένος και μόνος μου.
Έφερα τη ψυχή μου μέχρις εδώ, στην ερημιά και στ’αγιάζι και το χάος το ασύνορο, με τιμή και συνέπεια.

Έφερα τα βήματα μου μέχρις εδώ, καθαρά κι ακέραια!

Καθαρά κι ακέραια!

Προχωρώ κι όλο χάνομαι…
Αφανίζω τα ρούχα μου!
Αφανίζω το κάλλος μου!
Αφανίζω την καρδιά μου!

Κι όλο χάνομαι κι όλο βρίσκομαι μες το χάος το ασύνορο,
το βαθύ και τ’ατέλειωτο,
στο μηδέν και στ’αεί ποτέ,
μες το χθές και το αύριο,
στο ορατό και στο άυλο.

Κι όλο χάνομαι κι όλο βρίσκομαι στο αιώνιο Άπειρο!

Ερημιά, σκηνική λειτουργία…
Ερημιά,
κέλυφος του ήλιου!

ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Ευφροσύνη!
Το μεγαλείο της γνώσης ας αντιταχτεί στο πανάρχαιο σχήμα,
στη θαλπωρή της καρδιάς!

Η έρημος στεγνώνει τ’ασκιά της καρδιάς.
Η έρημος είναι αδέκαστη.

Η καρδιά οδηγεί στην Αγάπη.
Κι η Αγάπη στην έρημο.
Όμως η Αγάπη δεν αντέχει την κάψα της ερήμου, την έλλειψη της βλάστησης κι εξαντλείται γρήγορα.
Η έρημος είναι γεμάτη νεκρές, χαμένες αγάπες.
Η καρδιά σου δίνει μόνο τη δυνατότητα ν’αντικρύσεις την έρημο. Μην την κουβαλήσεις όμως μαζί σου.
Χωρίς λύπη, χωρίς δάκρυ αποχωρίσου την. Τουλάχιστον δώσ’ της τη δυνατότητα να πεθάνει αξιόπρεπα.

Τώρα η έρημος.
Άγνωστη-αδέκαστη-ανέκφραστη!
Και το υπερευαίσθητο κρίνο
μεταμορφώνεται σε πύρινη ρομφαία.

Η ψυχή αεί οδηγός!

Άγγελοι φοβεροί,
Αγριεμένοι ερημίτες
καραδοκούν ζυγιάζοντάς με
στο σκοτεινό τους βλέμμα.

Ο οργισμένος προφήτης,
-ο Άρχοντας της Ερήμου-
θα προβάλει σε λίγο.

Ψυχή, στο ύψος σου!
Η ρομφαία σε θέση κτυπήματος!

Η δοκιμασία, η δοκιμασία!

ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Θα σταθώ κοντά στις άχαρες τούτες πέτρες.
Θα αντέξω κάθε τους κτύπημα.
Κάθε τους άστοχη και πρόστυχη στιγμή.
Θα τις βαστάξω κι ας μου γεμίζουν το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες.
Θα καρτερήσω ήρεμος κάθε ένα στίγμα.
Θα υπομένω το ίδιο προσηλωμένος μέχρι που να σπάσουν οι πέτρες στην πίεση του ήλιου…
Να γίνουν κομματάκια, να γίνουν βώλοι, να γίνουν χώμα αφράτο.

Και τότε θα σηκώσω τα πληγωμένα χέρια να χαιρετίσω την πρώτη αχτίδα του ήλιου και θα ζεύξω τα βόδια μου ν’αρχίσω τη σπορά.

Να σπείρω τη ψυχή μου, σ’αυτό το χώμα, που ήταν οι πέτρες που με πλήγωναν… Αυτές οι πέτρες οι άχαρες.

Παράξενη σπορά…
Κι όμως υπάρχει ο σπορέας!

Και τις πέτρες αδελφέ μου, τις σήκωσα ψηλά και τις τίμησα.
Ακόμα και τις πέτρες!
Αυτές τις στεγνές, άχαρες υπάρξεις.
Οι πέτρες!
Τα στηρίγματα της γής, τα θεμέλια των σπιτιών μας, οι παιδαγωγοί της ανθρώπινης μοίρας.

Πολλές φορές γύρεψα να κάνω τα δέντρα να σαλέψουν.
Νύχτες κι ώρες πολλές τα κοίταζα κατάματα.
Πάντα όμως όταν ο ήλιος φύτρωνε στην ανατολή, τα δέντρα μένανε ασάλευτα, αδιάφορα, κοιτάζοντας απλανά τα αργοσάλευτα μάτια μου.

Στο τέλος κατάλαβα τι θέλανε να μου πούνε.
Πως δεν είχε καμμιά ιδιαίτερη σημασία αν σαλεύανε.
Αυτά τα δέντρα, τα’ασάλευτα, μου καταδείξανε την ταραγμένη ψυχή τα’ανθρώπου.

Κι όμως πρέπει ν’απαλλαγώ από τις πέτρες.
Πρέπει να λυτρωθώ, να προχωρήσω…

Το βασίλειο της πέτρας πλησιάζει στο τέλος του.
Το βασίλειο της ερήμου θα προβάλει σε λίγο.
Να αξιωθώ να το περάσω.
Να αξιωθώ να δροσιστώ στα νερά της πρώτης όασης.

Τ’αστέρια ρίχνουν το φώς τους κάθετα κι εμείς τα’αγνοούμε.
Υπεροψία!
Η καρδιά μας δεν γεννήθηκε ακόμη.
Η ψυχή μας σιωπά, δεν καταδέχεται να μιλήσει.
Περιφρόνηση!

Και σύ, Κύριε, που δεν καταφέρνεις να μας πείσεις.
Ανυπαρξία!

Εδώ μυρίζομαι πάλι ύφος λιμανιού.
Το ταξίδι, υποθέτω, κάπου εδώ κοντά με περιμένει.

Να μην ξεχάσω να τινάξω φεύγοντας, τα σαντάλια μου.

Ο ήλιος με κοίταξε σήμερα.
Κοίταξα τον ήλιο.
Ισορροπία!

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Κι οι ποιητές να γράφουν πρέπει διαρκώς γιατί έξαφνα πεθαίνουν.

Κι όταν νιώθεις τη ανάγκη να γράψεις δεν συζητάς το θέμα
αλλά παίρνεις την πέννα και γράφεις…
Γράφεις ώσπου να λυτρωθείς.

Δεν ξέρω ώσπου μπορεί να φτάσει κανείς με τις λέξεις.
Αν η ποίηση είναι αρκετή να μας ελευθερώσει, πριν ανταμωθούμε με το θάνατο.
Ο θάνατος όταν σε βρεί με προσωπείο κι αλυσίδες, ε, τότε πράγματι είναι φοβερό.
Πεθαίνοντας έτσι τι μπορεί να κερδίσεις έξω από σκουλήκια;

Είναι περισσότερο η αγωνία του θανάτου που σε σκοτώνει.
Η ψυχή σου θάναι κιόλας νεκρή πριν πεθάνεις.
Θα ζείς στην οσμή των πτωμάτων.

Το θάνατο το φέρνουμε μέσα μας, και είναι αυτό το απροσδιόριστο που μας δυσκολεύει ν’αγαπάμε, να ονειρευόμαστε, να πιστεύουμε.
Είναι αυτό το αόριστο χώρισμα, αυτός ο άυλος τοίχος που κρατά τους ανθρώπους σ’απόσταση τον ένα απ’ τον άλλο, από την ίδια τους την ψυχή ακόμα.

Μερικές φορές σκέφτομαι μήπως σπαταλώ άδικα τις ώρες μου, μήπως οι στοχασμοί κι οι στίχοι μου είναι λόγια που θα θαφτούν κάτω από άλλα λόγια και κείνα κάτω από τα άλλα που θα ειπωθούν αργότερα.

Κι όμως αυτή η δύναμη που με κάνει να στοχάζομαι και να γράφω, αυτή μου η τάση να αναλύω το κάθε τι, αυτό το ασύχαστο ηφαίστειο που κοχλάζει μέσα μου, αυτή η ακαθόριστη διαίσθηση που με οδηγεί όλο και πιο κοντά στο Αληθινό και στο αιώνιο.

Ποιός μπορεί να με πείσει πως όλα αυτά είναι δείγματα ψευδαίσθησης ή αεροβαδίσματος;