Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Θα σταθώ κοντά στις άχαρες τούτες πέτρες.
Θα αντέξω κάθε τους κτύπημα.
Κάθε τους άστοχη και πρόστυχη στιγμή.
Θα τις βαστάξω κι ας μου γεμίζουν το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες.
Θα καρτερήσω ήρεμος κάθε ένα στίγμα.
Θα υπομένω το ίδιο προσηλωμένος μέχρι που να σπάσουν οι πέτρες στην πίεση του ήλιου…
Να γίνουν κομματάκια, να γίνουν βώλοι, να γίνουν χώμα αφράτο.

Και τότε θα σηκώσω τα πληγωμένα χέρια να χαιρετίσω την πρώτη αχτίδα του ήλιου και θα ζεύξω τα βόδια μου ν’αρχίσω τη σπορά.

Να σπείρω τη ψυχή μου, σ’αυτό το χώμα, που ήταν οι πέτρες που με πλήγωναν… Αυτές οι πέτρες οι άχαρες.

Παράξενη σπορά…
Κι όμως υπάρχει ο σπορέας!

Και τις πέτρες αδελφέ μου, τις σήκωσα ψηλά και τις τίμησα.
Ακόμα και τις πέτρες!
Αυτές τις στεγνές, άχαρες υπάρξεις.
Οι πέτρες!
Τα στηρίγματα της γής, τα θεμέλια των σπιτιών μας, οι παιδαγωγοί της ανθρώπινης μοίρας.

Πολλές φορές γύρεψα να κάνω τα δέντρα να σαλέψουν.
Νύχτες κι ώρες πολλές τα κοίταζα κατάματα.
Πάντα όμως όταν ο ήλιος φύτρωνε στην ανατολή, τα δέντρα μένανε ασάλευτα, αδιάφορα, κοιτάζοντας απλανά τα αργοσάλευτα μάτια μου.

Στο τέλος κατάλαβα τι θέλανε να μου πούνε.
Πως δεν είχε καμμιά ιδιαίτερη σημασία αν σαλεύανε.
Αυτά τα δέντρα, τα’ασάλευτα, μου καταδείξανε την ταραγμένη ψυχή τα’ανθρώπου.

Κι όμως πρέπει ν’απαλλαγώ από τις πέτρες.
Πρέπει να λυτρωθώ, να προχωρήσω…

Το βασίλειο της πέτρας πλησιάζει στο τέλος του.
Το βασίλειο της ερήμου θα προβάλει σε λίγο.
Να αξιωθώ να το περάσω.
Να αξιωθώ να δροσιστώ στα νερά της πρώτης όασης.

Τ’αστέρια ρίχνουν το φώς τους κάθετα κι εμείς τα’αγνοούμε.
Υπεροψία!
Η καρδιά μας δεν γεννήθηκε ακόμη.
Η ψυχή μας σιωπά, δεν καταδέχεται να μιλήσει.
Περιφρόνηση!

Και σύ, Κύριε, που δεν καταφέρνεις να μας πείσεις.
Ανυπαρξία!

Εδώ μυρίζομαι πάλι ύφος λιμανιού.
Το ταξίδι, υποθέτω, κάπου εδώ κοντά με περιμένει.

Να μην ξεχάσω να τινάξω φεύγοντας, τα σαντάλια μου.

Ο ήλιος με κοίταξε σήμερα.
Κοίταξα τον ήλιο.
Ισορροπία!

Δεν υπάρχουν σχόλια: