Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

Τί μπορεί να προλάβει ένας άνθρωπος, ανάμεσα σε μια άνοιξη και ένα χειμώνα;

Ίσως μπορέσει να γράψει μερικά βιβλία, στίχους, να παίξει με τα χρώματα, να μισθώσει κανένα σπίτι, γυναίκα, παιδιά…

Μα η ζωή δεν είναι ότι προλαβαίνουμε, μα ότι δεν προλαβαίνουμε.

Τί μπορεί να προλάβει ένας άνθρωπος ανάμεσα σε μια καλημέρα και μια καληνύχτα;
Μέχρι να σκεφτείς, να δουλέψεις και να χαράξεις το στίχο σου ο ήλιος έχει κιόλας πατήσει στα μετόχια του.

Μας στριμώξανε πολύ άγαρμπα τούτοι οι καιροί.
Έτσι που μερικές φορές διερωτάται κανείς, προς τί η αντίσταση;

Τόσο αίμα, τόσος πόνος, τόσα όνειρα, τόση αγωνία, προς τί η αντίσταση;

Τα μεγάλα άδεια τετράγωνα του μυαλού αυτά πώς γεμίζονται;

Μαράθηκαν πια τα όνειρα κι η ψυχή ξενοβραδιάζει στα κουτούκια του πνιγμένου λιμανιού.

Σκάσανε τα χείλια του Ήλιου κι η γής γέμισε πύο.

Το βυθισμένο καράβι θυμήθηκε το αδικοχαμένο του αίμα και ρίχτηκε της γοργόνας του Μεγαλέξαντρου.

Κάθε μικρή ερινύα θα κλάψει γύρω από τούτα τα ερείπια…
Πικρές αναμνήσεις και κήποι θλιμμένοι θα αναγείρουν το σώμα τους για να διδάξουν το Φώς.
Κι η αγάπη που δεν ίσχυσε, στη θάλασσα θα ρίξει το κλέος της.
Ένας κόσμος γεμάτος ερείπια…
Η θλίψη μας πολύχρονος πλάτανος.

Αντρειωθήκαμε μέσα σε μαχαίρια, στριγγλιές και σπίτια που κάπνιζαν…
Ότι ονειρευτήκαμε έγινε βροχή και ρουφήχτηκε, όπως η ιδέα που είπαμε πατρίδα.
Είμαστε οι αιώνια απάτριδες.
Οι τελευταίοι οπαδοί του ονείρου.

Μα αλλού εμείς θριαμβεύουμε…
Αλλού δοκιμάζουμε το βάθος της Άνοιξης.
Αλλού ρυμοτομούμε της ψυχής τους εξαίσιους δρόμους.
Κι αν γεννηθήκαμε σε σώματα τρωτά κι ανθρώπινα
κι αν γευτήκαμε το πικρό πιοτό της αυτοεξορίας
κι αν την καρδιά μας παραδώσαμε στη σκόνη και το ξερόχορτο,
ήταν γιατί η ψυχή μας βαφτίστηκε στην κολυμβήθρα του άλλου Απόλλωνα και λυτρώθηκε.
Ήταν γιατί γευτήκαμε τη δροσιά μιας άλλης αυγής,
ήταν γιατί η ψυχή μας βρήκε τις διαστάσεις της στο σώμα του Γαλαξία, που δε σωματώνεται.




*************************************************************************************



Αν και δεν ήταν μπογιατζής ή ζωγράφος του άρεσε να παίζει με τα χρώματα…
Έπαιρνε τα χρώματα, τα έριχνε πάνω στους τοίχους, τα έκανε σχήματα, τρομαχτικά, μερικές φορές τόσο ζωντανά, που αναγκαζότανε να αδειάζει όλο το άσπρο για να τα σκοτώνει.

Ήταν πάλι φορές, όταν έχανε τα πινέλλα του, έχυνε τα χρώματα στο πάτωμα, τα’ανακάτευε κι ύστερα τα έπλεκε σε καλάθια, που αφού τα γέμιζε με αγωνία, τα πουλούσε τις Κυριακές στα πάρκα.

Μερικές φορές τα ξεπουλούσε όλα, μα τις πιο πολλές, του μένανε αρκετά.
Βιαζότανε τότε να φτάσει στο γιοφύρι πριν δύσει ο ήλιος και τα πέταγε στο ποτάμι.

Γιατί, όπως όλοι καλά το κατέχουμε, όταν η νύχτα σε βρεί με τα καλάθια σου γεμάτα αγωνία, τούτο είναι κακοσημαδιά.

Μπορεί να φέρει και θανατικό (ή κάτι ανάλογο).

Δεν υπάρχουν σχόλια: