Ως πότε πια να κάθομαι
να γεμίζω τα χαρτιά με μελάνι
να πνίγομαι μέσα σε φτωχές αναμνήσεις;
Τί μου στέλνεις τούτα τα πρόσωπα
που ν’αγαπήσουν, ούτε ν’αγαπηθούν ξέρουν;
Που δε μπορούν ν’αγαπήσουν ούτε τα μάτια μου, ούτε την ποίηση;
Τί μου τα στέλνεις και μου γεμίζουν τα χέρια αγκάθια
το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες
τη ψυχή μου μουχλιασμένα σύννεφα;
Τί μου στέλνεις τούτες τις νεκρόμασκες
να μου κλέβουν τη σκέψη, τις ώρες, το αίμα μου;
Τί να τους πώ, τί να τους δείξω για να πιστέψουν
που τ’αυτιά τους γέμισαν τσιμέντο
και τα μάτια τους τσιγαρόσκονη;
Ω ήλιε, ήλιε αδελφέ μου,
μόνο στη φωτιά σου θα ξεδιψάσω…
Οι προδομένοι άγγελοι ας δικαιολογήσουν την πίκρα μου…
Η άνοδος είναι ο αντικατοπτρισμός του βυθίσματος στο έρεβος…
Άγγελοι, σκεπάστε με στις φτερούγες σας…
Διψώ… Καίομαι…
Βοήθεια!
Νερό… Φώς!
Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου